- προπαιδευτικός
- -ή, -ό, Ναυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην προπαίδευση.[ΕΤΥΜΟΛ. < προπαιδεύω. Η λ. μαρτυρείται από το 1834 στον Ιωάνν. Φιλήμονα].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
προπαιδευτικός — ή, ό αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην προπαιδεία: Προπαιδευτικό έτος σπουδών … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)